προκαθορώ

προκαθορώ
-άω, Α
1. παρατηρώ, εξετάζω εκ τών προτέρων
2. κατασκοπεύω εκ τών προτέρων («νῆας ἀπέστειλε προκατοψομένας», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + καθορῶ «παρατηρώ, εξετάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”